τρόπαιο

τρόπαιο
trophée

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • τρόπαιο — Όρος που προέρχεται από τη λέξη τροπή = σημείο της ήττας του εχθρού, φυγή. Πρόκειται για σύμβολο νίκης, που έστηναν οι αρχαίοι Έλληνες στο πεδίο της μάχης. Το κατασκεύαζαν από όσα όπλα, περικεφαλαίες κλπ., έπαιρναν από τον εχθρό. Τα όπλα αυτά τα… …   Dictionary of Greek

  • τρόπαιο — το 1. πρόχειρο μνημείο νίκης, που το έστηναν οι νικητές στο πεδίο της μάχης με σωρό από λάφυρα. 2. σύμβολο, σημείο νίκης: Οι εχθρικές σημαίες που κυριεύσαμε είναι τρόπαια. 3. μτφ., νίκη, θρίαμβος: Ο πρωταθλητής πέτυχε τρόπαια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… …   Dictionary of Greek

  • δαίδαλος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας της ελληνικής μυθολογίας, δισέγγονος του βασιλιά της Αθήνας Ερεχθέα. Περίφημος τεχνίτης (το όνομά του προέρχεται από το ρήμα δαιδάλλω, που σημαίνει εργάζομαι με τέχνη), κατασκεύασε σπουδαία αρχιτεκτονικά και γλυπτά… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροφόρος — α, ο (Μ ἠλεκτροφόρος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που φέρει ηλεκτρισμό, ο αγωγός τού ηλεκτρισμού («ηλεκτροφόρο σύρμα») 2. αυτός που παράγει ηλεκτρισμό («ηλεκτροφόρα μηχανή») 3. το ουδ. ως ουσ. το ηλεκτροφόρο όργανο που επιτρέπει την παραγωγή μικρών… …   Dictionary of Greek

  • θαλλοφόρος — ο (Α θαλλοφόρος, ον) αυτός που κρατά στο χέρι θαλλό αρχ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ θαλλοφόροι αυτοί που κρατούσαν θαλλούς ελιάς κατά την εορτή τών Παναθηναίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλλός + φορος (< φέρω), πρβλ. θανατη φόρος, τροπαιο φόρος] …   Dictionary of Greek

  • θυοφόρος — θυοφόρος, ὁ (Α) ο κληρικός που θύμιαζε κατά τις εκκλησιαστικές τελετές. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύος + φόρος (< φέρω), πρβλ. κερδο φόρος, τροπαιο φόρος] …   Dictionary of Greek

  • θυρσοφόρος — θυρσοφόρος, ον (Α) αυτός που κρατά θύρσο («Βάκχαι τε θυρσοφόροι», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + φόρος (< φέρω), πρβλ. σημαιο φόρος, τροπαιο φόρος] …   Dictionary of Greek

  • ιουλοφόρος — ο (Α ἰουλοφόρος, ον) αυτός που έχει χνούδι, χνουδωτός, τριχωτός νεοελλ. βοτ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ιουλοφόρα φυτά τών οποίων οι ταξιανθίες μοιάζουν με ιούλους, δηλ. είναι βοτρυώδεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴουλος + φόρος (< φέρω), πρβλ. τροπαιο… …   Dictionary of Greek

  • ιστοφόρος — ἱστοφόρος, ον (Α) (για σκάφος) αυτός που φέρει ιστό, που φέρει κατάρτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + φόρος (< φέρω), πρβλ. αγγελια φόρος, τροπαιο φόρος] …   Dictionary of Greek

  • καλαμηφόρος — και καλαμοφόρος, ον (Α) αυτός που κρατά κάλαμο ως σύμβολο στασιαστή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος (ο τ. καλάμη χρησιμοποιείται για μετρικούς λόγους) + φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. ζωφόρος, τροπαιο φόρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”